τασεοϋποδοχέας

τασεοϋποδοχέας
ο, Ν
(ανατ.-φυσιολ.) μία από τις λεπτότατες νευρικές διακλαδώσεις στον έξω χιτώνα τής αορτής αλλά και στον καρωτιδικό κόλπο, οι οποίες είναι ευαίσθητες στη μηχανική διάταση και τών οποίων η διέγερση προκαλεί κατασταλτικά κυκλοφοριακά αντανακλαστικά με σκοπό τη διατήρηση τής αρτηριακής πίεσης σε σταθερό επίπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάση + υποδοχέας. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. barorecepteur / pressorecepteur].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”